- Τι εννοούμε με τον όρο “Σωματόμορφες Διαταραχές”;
- Ποιες είναι οι Σωματόμορφες Διαταραχές;
- Είναι εύκολο να διαγνωσθούν οι Σωματόμορφες Διαταραχές από τον ειδικό;
- Γιατί να αναζητήσουν θεραπεία τα άτομα με Σωματόμορφες Διαταραχές; Ποιες μορφές θεραπείας είναι αποτελεσματικές;
- Τι γίνεται στην ψυχοθεραπεία των σωματόμορφων διαταραχών;
- Είναι αποτελεσματικές οι ψυχοθεραπείες ;
- Τι να διαβασω για να βοηθησω τον εαυτο μου
1. Τι εννοούμε με τον όρο “Σωματόμορφες Διαταραχές”;
Οι Σωματόμορφες Διαταραχές είναι μια ομόδα ψυχικών διαταραχών στις οποίες το βασικό χαρακτηριστικό είναι η παρουσία σωματικών συμπτωμάτων (γι’ αυτό και ο όρος σωματόμορφες), τα οποία ενώ δίνουν την εντύπωση ότι εκφράζουν κάποια παθολογική βλάβη δεν έχουν οργανική βάση (όπως διαπιστώνεται κατόπιν ιατρικών εξετάσεων) ούτε μπορούν να αποδοθούν στη χρήση ουσιών (ναρκωτικά, αλκοόλ ή φάρμακα) ή σε κάποια άλλη ψυχική διαταραχή (π.χ. Διαταραχή Πανικού). Τα συμπτώματα αυτά σε αντίθεση με μια άλλη ομάδα ψυχικών διαταραχών, δεν παράγονται σκόπιμα ή προσποιητά (προσποιητές διαταραχές) με τη θέληση του ατόμου και προκαλούν μεγάλη δυσφορία ή επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργικότητά του στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή άλλους τομείς της ζωής του.
2. Ποιες είναι οι Σωματόμορφες Διαταραχές;
Οι Σωματόμορφες Διαταραχές περιλαμβάνουν:
1. Τη Σωματοποιητική Διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από πολλαπλά σωματικά συμπτώματα (συμπτώματα πόνου, γαστρεντερικά, σεξουαλικά και ψευδονευρολογικά, δηλαδή παρουσία συμπτώματος που υποδηλώνει κάποια νευρολογική κατάσταση όπως παράλυση ενός μέλους του σώματος), που αρχίζουν πριν από την ηλικία των 30 ετών, διαρκούν συνήθως πολλά χρόνια και έχουν οδηγήσει επανειλημμένα στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας.
2. Την Αδιαφοροποίητη Σωματόμορφη Διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από ένα ή περισσότερα σωματικά ενοχλήματα (π.χ. κόπωση, ανορεξία, ενοχλήματα από το γαστρεντερικό ή το ουροποιητικό σύστημα), τα οποία διαρκούν τουλάχιστον 6 μήνες αλλά δεν πληρούνται τα κριτήρια για Διαταραχή Σωματοποίησης ή για κάποια άλλη Σωματόμορφη Διαταραχή.
3. Τη Διαταραχή Μετατροπής η οποία χαρακτηρίζεται από ένα ή περισσότερα συμπτώματα ή ελλείμματα που αφορούν σε κινητική ή αισθητηριακή δυσλειτουργία (ξαφνική εμφάνιση παράλυσης, τύφλωσης, σπασμών ή άλλων συμπτωμάτων) γεγονός που υποδηλώνει μια νευρολογική ή άλλη γενική παθολογική κατάσταση. Θεωρείται ότι ψυχολογικοί παράγοντες συσχετίζονται με την έναρξη ή την επιδείνωση των συμπτωμάτων.
4. Τη Διαταραχή Πόνου της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι ο πόνος σε μία ή περισσότερες περιοχές του σώματος για τον οποίο θεωρείται ότι ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο. Ο πόνος προκαλεί σημαντική δυσφορία και δυσλειτουργία στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή άλλους σημαντικούς τομείς (τα άτομα συχνά δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε καθημερινά καθήκοντα στο σπίτι ή στη δουλειά)
5. Την Υποχονδρίαση με βασικό χαρακτηριστικό την έντονη ενασχόληση του ατόμου με την ιδέα ή τον φόβο ότι πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια που βασίζεται στην παρερμηνεία από μέρους του σωματικών συμπτωμάτων ως παθολογικών (π.χ. ο παραμικρός βήχας ερμηνεύεται ως ένδειξη καρκίνου). Το υποχονδριακό άτομο εμμένει στην άποψη αυτή παρά τις επανειλημμένες αρνητικές ιατρικές εξετάσεις και διαβεβαιώσεις. Η πεποίθησή του αυτή δεν παίρνει τη μορφή παραληρήματος (βλέπε κεφ. Σχιζοφρένεια) καθώς το άτομο μπορεί τελικά να δεχθεί την πιθανότητα ότι δεν έχει την αρρώστια που φοβάται ότι έχει.
6. Τη Σωματοδυσμορφική Διαταραχή στην οποία βασικό χαρακτηριστικό είναι η έντονη ενασχόληση του ατόμου με κάποιο φανταστικό ελάττωμα στην εμφάνισή του. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί και να υπάρχει κάποιο μικρό σωματικό ελάττωμα (τα κυριότερα ενοχλήματα αφορούν το πρόσωπο και το κεφάλι), η ανησυχία όμως του ατόμου γι’ αυτό είναι σαφώς υπερβολική. Η Σωματοδυσμορφική Διαταραχή συνήθως αρχίζει στην εφηβεία, αλλά μπορεί να περάσουν χρόνια πριν διαγνωσθεί καθώς τα άτομα με τη διαταραχή αυτή δεν αποκαλύπτουν τα συμπτώματά τους. Λόγω της διαταραχής μπορεί να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους, να απομονωθούν κοινωνικά, να εγκαταλείψουν τις σπουδές ή την εργασία τους, ακόμα και να καταφύγουν σε χειρουργικές, οδοντιατρικές ή πλαστικές επεμβάσεις.
7. Τη Σωματόμορφη Διαταραχή Μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς η οποία περιλαμβάνει διαταραχές με σωματόμορφα συμπτώματα (ψευδοκύηση, διαταραχή με υποχονδριακά συμπτώματα διάρκειας λιγότερο από 6 μήνες κ.ά.) που δεν πληρούν τα κριτήρια για καμία συγκεκριμένη σωματόμορφη διαταραχή.
3. Είναι εύκολο να διαγνωσθούν οι Σωματόμορφες Διαταραχές από τον ειδικό;
Οι Σωματόμορφες Διαταραχές είναι από τις πιο δύσκολες όσον αφορά στη διάγνωσή τους γιατί συγχέονται με κάποιες άλλες και ειδικότερα με τις Ακατανόητα Προσποιητές Διαταραχές, την Υπόκριση, τις Οργανικές Διαταραχές οφειλόμενες σε Ψυχολογικούς Λόγους και τις Μη Διαγνώσιμες Σωματικές Ασθένειες.
Στις Ακατανόητα Προσποιητές Διαταραχές και στην Υπόκριση περιλαμβάνεται η εκ προθέσεως παραγωγή ή προσποίηση συμπτωμάτων (σωματικών ή ψυχολογικών) προκειμένου το άτομο να πάρει το ρόλο του “αρρώστου” (ανάγκη που δεν μπορεί να εξηγηθεί) ή να επιτύχει κάποιο στόχο ή κέρδος αντίστοιχα (π.χ. αποφυγή στρατιωτικής θητείας, αποφυγή ποινικής δίωξης, επίτευξη οικονομικής αποζημίωσης, προμήθεια ναρκωτικών, καλύτερη φροντίδα από το περιβάλλον). Αντίθετα στις Σωματόμορφες Διαταραχές τα άτομα δεν υποκρίνονται αλλά πραγματικά πονούν και νιώθουν διάφορα σωματικά συμπτώματα χωρίς τη θέλησή τους (ακριβέστερα χωρίς να έχουν την αίσθηση ότι ελέγχουν την παραγωγή τους).
Όσον αφορά στις Οργανικές Διαταραχές που πιθανώς οφείλονται σε Ψυχολογικούς Λόγους (π.χ. έλκος του δωδεκαδακτύλου, υπέρταση), υπάρχει οργανική βάση η οποία δικαιολογεί τα σωματικά συμπτώματα, ενώ στις Σωματόμορφες Διαταραχές δεν υπάρχει οργανική παθολογία παρά μόνο σωματική συμπτωματολογία γι’ αυτό και τα συμπτώματα δεν ακολουθούν τους γνωστούς φυσιολογικούς μηχανισμούς. Για παράδειγμα στη Διαταραχή Μετατροπής ένα “παράλυτο” χέρι, αν το σηκώσει ο ειδικός πάνω από το κεφάλι του ασθενή και το αφήσει ελεύθερο, δεν πέφτει στο κεφάλι του (όπως θα περίμενε κανείς). Ακόμα το ηλεκτρομυογράφημα είναι φυσιολογικό στο “παράλυτο” μέλος.
Τέλος ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στις Μη Διαγνώσιμες Σωματικές Ασθένειες. Όπως προαναφέρθηκε πάντα προηγείται της διάγνωσης πλήρης σωματικός και εργαστηριακός έλεγχος. Όμως αρκετές νευρολογικές (πολλαπλή σκλήρυνση, βαριά μυασθένεια) ή άλλες σωματικές διαταραχές (ενδοκρινικές διαταραχές, αυτοάνοσες παθήσεις) κατά την έναρξή τους δεν είναι δυνατό να αποκαλυφθούν. Έτσι υπάρχει ο κίνδυνος το άτομο να διαγνωσθεί με Σωματόμορφη Διαταραχή και αργότερα να βρεθεί κάποια νευρολογική ή άλλη οργανική πάθηση που να δικαιολογεί αναδρομικά τα συμπτώματά του.
4.Σε ποιους παράγοντες οφείλονται οι Σωματόμορφες Διαταραχές;
Η σωματοποίηση είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο στο οποίο εμπλέκονται πολλοί παράγοντες και δεν μπορεί να εξηγηθεί ικανοποιητικά από μία μόνο θεωρία. Αν και οι διαταραχές αυτές δεν έχουν κοινή αιτιολογία, γενικά οι μελέτες δείχνουν ότι τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης αυτής της ομάδας διαταραχών. Μεταξύ αυτών των παραγόντων περιλαμβάνονται κληρονομικοί ή νευροβιολογικοί παράγοντες, ιστορικό με ασθένειες ή τραυματισμούς, προηγούμενες εμπειρίες με αρρώστια ή θάνατο κάποιου μέλους της οικογένειας, οικογενειακά και κοινωνικά πρότυπα και αξίες.
Ειδικότερα, όσον αφορά στην ανάπτυξη της Υποχονδρίασης, το γνωσιακό-συμπεριφοριστικό μοντέλο υποστηρίζει ότι τα άτομα αυτά έχουν αναπτύξει δυσλειτουργικές, μη ρεαλιστικές αντιλήψεις για την υγεία (π.χ. “τα σωματικά συμπτώματα είναι πάντα μια ένδειξη πως κάτι παθολογικό συμβαίνει”) βάσει προηγούμενων εμπειριών τους (όπως ασθένεια του ατόμου, ή ενός μέλους της οικογένειάς του). Έτσι, ένα κρίσιμο γεγονός στη ζωή τους (π.χ. η εμφάνιση ενός συγκεκριμένου συμπτώματος στο άτομο μετά τον θάνατο στενού συγγενή από μη διαγνωσμένη ασθένεια) ενεργοποιεί τις ήδη υπάρχουσες δυσλειτουργικές αντιλήψεις οι οποίες ωθούν το άτομο σ’ έναν προκατειλημμένο τρόπο σκέψης κατά τον οποίο προσέχει επιλεκτικά τις πληροφορίες που είναι σύμφωνες με την πεποίθησή του ότι πάσχει από μια ασθένεια και αντίστοιχα αγνοεί ή ελαχιστοποιεί τη σημασία στοιχείων που υποδεικνύουν ότι είναι υγιές. Με αυτό τον τρόπο παρερμηνεύει τα σωματικά συμπτώματα ως ενδείξεις σοβαρής ασθένειας, γεγονός που προκαλεί αρνητικές αυτόματες σκέψεις σχετικά με την ασθένεια (“ίσως έχω καρκίνο”) οι οποίες συνοδεύονται από άγχος για την υγεία. Το άγχος αυτό έχει επίδραση στις οργανικές λειτουργίες, στον τρόπο αντίληψης, σκέψης και ερμηνείας, στα συναισθήματα και στη συμπεριφορά του ατόμου με υποχονδρίαση. Συγκεκριμένα η αυξημένη φυσιολογική διέγερση (αποτέλεσμα των αρνητικών σκέψεων για την υγεία), συνεπάγεται αλλαγές σε λειτουργίες που επηρεάζονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα (όπως για παράδειγμα δύσπνοια, ταχυπαλμία, εφίδρωση, αίσθημα ζάλης) και οι οποίες ερμηνεύονται από το άτομο ως επιπλέον αποδείξεις ότι είναι άρρωστο. Ο ασθενής εστιάζει την προσοχή του στις σωματικές λειτουργίες με αποτέλεσμα φυσιολογικές αλλαγές ή απαρατήρητες στο παρελθόν πλευρές των λειτουργιών αυτών να παρατηρούνται πιο εύκολα και να παρερμηνεύονται ως παθολογικές ενώ στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει αυτό. Νιώθει συνήθως άγχος, θυμό και κατάθλιψη και προσπαθώντας να σταματήσει την έκθεσή του στα εσωτερικά αγχογόνα ερεθίσματα (π.χ. ενόχληση στο στομάχι) καταφεύγει σε συμπεριφορές αποφυγής. Αυτές επιφέρουν προσωρινή μείωση του άγχους (και έτσι επαναλαμβάνονται) αλλά μακροπρόθεσμα αυξάνουν το άγχος και το φόβο και συμβάλλουν στη συντήρηση της κατάστασης. Τέτοιες συμπεριφορές είναι η αναζήτηση καθησυχασμού από διάφορους γιατρούς, φίλους, από την οικογένεια, η αναζήτηση πληροφοριών μέσω βιβλιογραφίας καθώς και οι συμπεριφορές ελέγχου των σωματικών λειτουργιών. Σε μερικούς ασθενείς, οι συμπεριφορές αυτές έχουν άμεση επίδραση στις σωματικές αλλαγές οι οποίες προκάλεσαν αρχικά τις αρνητικές σκέψεις. Συγκεκριμένα ο επαναλαμβανόμενος έλεγχος της περιοχής στην οποία εντοπίζεται ο πόνος, είναι δυνατό να προκαλέσει τον ερεθισμό της έτσι το σύμπτωμα γίνεται πιο επώδυνο, γεγονός που το άτομο ερμηνεύει ως επιβεβαίωση της διάγνωσης που είχε κάνει για την κατάσταση της υγείας του. Με αυτό τον τρόπο διατηρείται το άγχος του ατόμου για την υγεία του και η υποχονδρίαση.
5. Γιατί να αναζητήσουν θεραπεία τα άτομα με Σωματόμορφες Διαταραχές;
• Χαρακτηριστικό των ατόμων που εμφανίζουν αυτή την ομάδα διαταραχών είναι οι συχνές επισκέψεις σε γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων. Αν και στο τέλος μιας σειράς διαγνωστικών εξετάσεων ο γιατρός τους τους ανακοινώνει ότι δεν υπάρχει λόγος ανυσηχίας καθότι δεν εμφανίζουν κάποιο ππρόβλημα, οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν τους καθυσηχάζουν και καταφεύγουν σε άλλον ειδικό για να συνεχίζουν εκεί με μια νέα σειρά εξετάσεων. Η άρνησή τους να αποδεχθούν την άποψη του γιατρού τους οφείλεται και στο ότι οι ίδιοι βιώνουν τα συμπτώματά τους ως «πραγματικά». Ουσιαστικά έχουν δίκιο καθώς τα συμπτώματά τους είναι πραγματικά και τους προκαλούν μεγάλη δυσφορία διαταράσσοντας την κοινωνική, επαγγελματική και προσωπική τους ζωή. Ως εκ τούτου είναι αναγκαία η θεραπεία των Σωματόμορφων Διαταραχών, καθώς αποτελούν πραγματικές διαταραχές και κακώς αντιμετωπίζονται ως μη υπαρκτές
• Είναι απαραίτητο ο ειδικός γιατρός να εξηγεί στον ασθενή, ότι σωματικά συμπτώματα μπορούν να εμφανισθούν και χωρίς “οργανική” βλάβη και θα πρέπει να του ζητείται να μην επισκεφτεί άλλους γιατρούς πριν αναζητήσει ψυχολογική βοήθεια. Η συνήθης θέση «δεν έχεις τίποτα» στην ουσία δεν βοηθά τον ασθενή να κατανοήσει αλλά τον ανυσηχεί ακόμη περισσότερο καθώς πιστεύει ότι πάσχει από κάτι που δεν έχει καταφέρει ο θεράπων ιατρός του να διαγνώσει. Η θεραπεία αυτών των ατόμων είναι μια δύσκολη υπόθεση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση βασίζεται στην ανάπτυξη μιας καλής και σταθερής σχέσης με τον ασθενή. Στα πλαίσια της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας για την αντιμετώπιση των Σωματόμορφων Διαταραχών χρησιμοποιούνται τόσο γνωσιακές τεχνικές για την αντιμετώπιση της παρερμηνείας των συμπτωμάτων (π.χ. στην Υποχονδρίαση) όσο και συμπεριφοριστικές τεχνικές για την εκπαίδευση στη βιοανάδραση (βλ. παρακάτω), την εκμάθηση χαλάρωσης και τον έλεγχο του πόνου και του άγχους (π.χ. στη Διαταραχή Πόνου).
6. Τι γίνεται στην ψυχοθεραπεία των σωματόμορφων διαταραχών;
• Όσον αφορά στην Υποχονδρίαση, βασικός σκοπός της θεραπείας είναι το άτομο να αναγνωρίσει και να δεχθεί την ψυχολογική φύση του προβλήματός του. Προκειμένου ο θεραπευτής να βοηθήσει τον ασθενή να εμπλακεί ενεργά στη θεραπεία τονίζει ότι δεν αμφισβητείται αυτή καθ’ εαυτή η ύπαρξη των συμπτωμάτων του, ωστόσο είναι πιθανό να υπάρχουν εναλλακτικές ερμηνείες γι’ αυτά. Η κύρια θεραπευτική στρατηγική στηρίζεται στην εύρεση εναλλακτικών τρόπων ερμηνείας των συμπτωμάτων τα οποία το άτομο παρερμηνεύει ως αποδεικτικά στοιχεία σωματικής ασθένειας καθώς και στον έλεγχο της ρεαλιστικότητας των εναλλακτικών ερμηνειών με τη χρήση “συμπεριφοριστικών πειραμάτων” (π.χ. ορίζεται και συμφωνείται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου ένα χρονικό διάστημα 4 μηνών στο οποίο ο θεραπευόμενος καλείται να ελέξει την ρεαλιστικότητα μιας εναλακτικής ερμηνείας των σωματικών του συμπτωμάτων και στην συνέχεια να αποφασίσει αν θέλει να επιστρέψει στον αρχικό του τρόπο ερμηνείας και αντιμετώπισης των συμπτωμάτων). Ο τελικός στόχος είναι η τροποποίηση ή αντικατάσταση των δυσλειτουργικών σκέψεων με πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις αναφορικά με τα σωματικά συμπτώματα. Μια βοηθητική προκαταρκτική παρέμβαση, περιλαμβάνει την εκπαίδευση του ατόμου μέσω συγκεκριμένων παραδειγμάτων, σχετικά με τους διάφορους παράγοντες που συντηρούν το άγχος και την έντονη απασχόληση με το θέμα της υγείας. Για παράδειγμα, εξηγείται ο ρόλος συμπεριφορών όπως η αναζήτηση καθησυχασμού και ο έλεγχος της σωματικής κατάστασης, η προκατάληψη στον τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών και η σύνδεση σκέψεων και συναισθημάτων. Εξηγείται ότι το άγχος και η ανησυχία συχνά προέρχονται όχι από τα ίδια τα συμπτώματα αλλά από το είδος των σκέψεων (αρνητικές, καταστροφικές) οι οποίες τα συνοδεύουν.
• Όσον αφορά στις τεχνικές χειρισμού του πόνου και του άγχους, στη βιοανάδραση ορισμένα μηχανήματα συνδέονται με το σώμα και δίνουν στο άτομο ακριβείς πληροφορίες για συγκεκριμένες φυσιολογικές λειτουργίες (π.χ. μυϊκή ένταση) που είναι υπό τον έλεγχο του νευρικού συστήματος αλλά δεν γίνονται εύκολα ή απόλυτα αισθητές. Έχοντας στη διάθεσή του αυτές τις πληροφορίες, το άτομο μαθαίνει να ελέγχει και να ρυθμίζει κατά βούληση τις λειτουργίες αυτές. Τα μηχανήματα μπορεί να τα χειρίζεται μόνο του το ίδιο το άτομο και βοηθούν στον έλεγχο του άγχους και του πόνου καθώς και στη μυϊκή χαλάρωση. Επίσης η τεχνική της χαλάρωσης βοηθάει σε προβλήματα στα οποία τα κύρια σωματικά συμπτώματα που φοβίζουν τον ασθενή είναι αποτέλεσμα μυϊκής έντασης ή διέγερσης του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Κύρια ένδειξη για χαλάρωση είναι η ύπαρξη του φαύλου κύκλου: άγχος ένταση πόνος, ο οποίος διακόπτεται με την εφαρμογή της τεχνικής της προοδευτικής νευρομυϊκής χαλάρωσης. Έχει αποδειχθεί πως όταν ο νευρομυϊκός τόνος είναι χαμηλός, δεν μπορεί ταυτόχρονα να αισθανόμαστε και άγχος. Όταν το άτομο χαλαρώνει, η αίσθηση του πόνου μειώνεται. Άλλες τεχνικές για την αντιμετώπιση του πόνου οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα με τη χαλάρωση είναι η καθοδηγούμενη νοερή απεικόνιση στην οποία το άτομο φαντάζεται μια ευχάριστη εικόνα (που πιθανώς έχει ζήσει πραγματικά στη ζωή του χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο) όσο πιο λεπτομερώς και ζωντανά γίνεται και καθοδηγείται να τη φέρνει στη φαντασία του όποτε νιώθει άγχος, καθώς και η απόσπαση της προσοχής από τον πόνο με την οποία ο ασθενής εστιάζει την προσοχή του σε ένα μη οδυνηρό ερέθισμα στο άμεσο περιβάλλον. Η απόσπαση της προσοχής μπορεί να είναι είτε παθητική (π.χ. βλέπω μια ωραία ταινία) είτε ενεργητική (π.χ. τραγουδάω). Αρκετά αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των συμπεριφορών πόνου είναι τα προγράμματα τροποποίησης της συμπεριφοράς στα οποία η συμπεριφορά διαμορφώνεται βάσει της ύπαρξης ή της έλλειψης ενίσχυσης. Η εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών, αποτελεί ένα μεταγενέστερο στάδιο της θεραπείας το οποίο για να εφαρμοστεί θα πρέπει να έχει επέλθει συμφωνία μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου. Ό όρος ενίσχυση περιλαμβάνει κάθε ερέθισμα που αυξάνει την πιθανότητα να συμβεί μια αντίδραση. Χρησιμοποιείται η θετική ενίσχυση π.χ. ορίζεται πως κάθε φορά που το άτομο θα εκδηλώνει την επιθυμητή συμπεριφορά (όπως σωματική δραστηριότητα) θα αμείβεται από το περιβάλλον με διάφορους τρόπους (όπως έπαινος, προσοχή, χαμόγελο, χάδι κ.λ.π.). Αντίστοιχα χρησιμοποιείται η απόσβεση η οποία αφορά στην έλλειψη ενίσχυσης, όταν μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά παρουσιάζεται και έχει σαν αποτέλεσμα η συμπεριφορά αυτή να μην παρουσιαστεί ξανά στο μέλλον. Ορίζεται πως όταν ο ασθενής εκδηλώνει τη συμπεριφορά πόνου, θα υπάρχει παύση της ενίσχυσης και αντιμετώπιση με αδιαφορία από τους αγαπημένους του καθώς και αποφυγή της επαφής μαζί του, όσο διαρκεί η αρνητική συμπεριφορά. Μόλις αυτή σταματήσει και το άτομο εκδηλώσει ενδιαφέρον για σωματική δραστηριότητα θα πρέπει να ενισχύεται θετικά (να αντιμετωπίζεται με χαμόγελο, ενδιαφέρον). Ο θεραπευτής εκπαιδεύει άτομα από το κοινωνικό περιβάλλον του ασθενή, ώστε να καταγράφουν τις συμπεριφορές πόνου, να προσπαθούν να μην τις ενισχύουν και συστηματικά να αμείβουν τη σωματική δραστηριότητα του ασθενή. Επίσης εξετάζει κατά διαστήματα τις καταγραφές, ώστε να καθορίσει τυχόν αλλαγές στο θεραπευτικό πρόγραμμα.
7. Είναιαποτελεσματικές οι ψυχοθεραπείες ;
Με τη χρήση γνωσιακών-συμπεριφοριστικών τεχνικών τα άτομα με Σωματόμορφες Διαταραχές έχουν τη δυνατότητα να χειριστούν αποτελεσματικά τον πόνο και συνειδητοποιούν ότι μπορούν και τα ίδια να ελέγξουν τη σωματική τους κατάσταση, γεγονός που αυξάνει την αυτοπεποίθησή τους και μειώνει το άγχος τους. Αν και η θεραπεία των Σωματόμορφων Διαταραχών είναι αρκετά δύσκολη λόγω της σοβαρότητας των διαταραχών και της άρνησης των ασθενών να αναζητήσουν ψυχολογική βοήθεια, ωστόσο είναι πιθανή σε πολλούς ασθενείς η αξιοσημείωτη αλλαγή ή και η πλήρης ανακούφιση από τα σωματικά συμπτώματα.