- Τι είναι ″αλκοολισμός″;
Ο ορισμός του αλκοολισμού και ο διαχωρισμός του από την απλή χρήση του οινοπνεύματος, είναι προβληματικός εξαιτίας της δυσκολίας προσδιορισμού των ορίων μεταξύ απλής χρήσης, κατάχρησης και εξάρτησης από το αλκοόλ. Σήμερα ο αλκοολισμός στον επιστημονικό χώρο έχει ορισθεί και έχει αντικατασταθεί από τις έννοιες «κατάχρηση αλκοόλ» και «εξάρτηση από αλκοόλ». Οι δύο αυτές έννοιες είναι διακριτές διαταραχές, καθώς ορίζονται βάσει διαφορετικών διαγνωστικών κριτηρίων. Η κατάχρηση είναι ηπιότερη της εξάρτησης και δεν οδηγεί απαραίτητα σε αυτήν.
Σε ό,τι αφορά στην ίδια την εξάρτηση από το αλκοόλ, χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από τα ακόλουθα συμπτώματα:
– Ανοχή, δηλαδή μια έντονη ανάγκη για αυξημένες ποσότητες αλκοόλ ώστε να γίνει αισθητό το επιθυμητό αποτέλεσμα
– Στερητικό σύνδρομο, δηλαδή μεταβολή της συμπεριφοράς, που χαρακτηρίζεται από ποικίλα φυσιολογικά και γνωστικά συμπτώματα μετά τη διακοπή ή την ελάττωση των επιπέδων οινοπνεύματος στο αίμα ατόμων με μακροχρόνια, κατάχρηση αλκοόλ
– Έντονη επιθυμία ή αποτυχημένες προσπάθειες του ατόμου να ελαττώσει ή να ελέγξει τη χρήση του.
– Κατανάλωση είτε μεγαλύτερων, από την αρχική πρόθεση του ατόμου, ποσοτήτων της ουσίας (π.χ. σκοπεύει να πιει μία μπίρα και πίνει πολύ περισσότερες) είτε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το προβλεπόμενο (π.χ. κάποιος σκοπεύει να παραμείνει μόνο μία ώρα στο μπαρ αλλά δεν τα καταφέρνει).
– Εγκατάλειψη ή μείωση των ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων του ατόμου είτε εξαιτίας της χρήσης αλκοόλ είτε λόγω κατασπατάλησης χρόνου με στόχο την εξεύρεση ή τη χρήση αλκοόλ.
Ο όρος “κατάχρηση αλκοόλ” αναφέρεται σε ένα δυσπροσαρμοστικό τύπο χρήσης αλκοόλ με αποτυχίες στην εκπλήρωση των κοινωνικών και εργασιακών υποχρεώσεων του ατόμου, και με ενδεχόμενες αρνητικές σωματικές, διαπροσωπικές και νομικές συνέπειες από την επανειλημμένη χρήση του. Τα φαινόμενα ανοχής, στέρησης και έντονης ενασχόλησης με την προμήθεια και κατανάλωση αλκοόλ δεν είναι κυρίαρχα στη διαταραχή αυτή.
- Τι είναι το αλκοόλ και πώς δρα στον οργανισμό;
Το αλκοόλ είναι μια ψυχοτρόπος ουσία, η οποία δρα κυρίως στον εγκέφαλο και το κεντρικό νευρικό σύστημα. Το αλκοόλ αρχικά εισέρχεται στο στομάχι, όπου και απορροφάται μέρος του, ενώ η υπολειπόμενη ποσότητα διοχετεύεται στο αίμα. Η ποσότητα φαγητού στο στομάχι, ο ρυθμός κατανάλωσης οινοπνεύματος, το είδος του ποτού, το βάρος, το φύλο, η ηλικία, οι κοινωνικές περιστάσεις, είναι παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά το ποσοστό απορρόφησής του. Εν συνεχεία, μόλις φθάσει στα νευρικά κύτταρα δρα κατασταλτικά στα ανώτερα κέντρα του εγκεφάλου προκαλώντας κάποιο βαθμό υπνηλίας, ηρεμίας ή ευχάριστης χαλάρωσης, καθώς επίσης έλλειψη αναστολών και απώλεια ελέγχου της συμπεριφοράς.
Καθοριστικό ρόλο στο βαθμό επίδρασης στον εγκέφαλο διαδραματίζει το ποσοστό του αλκοόλ που κυκλοφορεί στο αίμα, το οποίο και ονομάζεται Επίπεδο Αλκοόλ στο Αίμα (Blood Alcohol Level: BAL), και όχι η ποσότητά του στο στομάχι. Το 90% του αλκοόλ αποβάλλεται από το σώμα με ένα σταθερό ρυθμό για κάθε άτομο. Επισημαίνεται ότι δεν έχουν όλα τα ποτά την ίδια περιεκτικότητα οινοπνεύματος. - Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη δράση του αλκοόλ;
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τη δράση του αλκοόλ. Ένας από αυτούς είναι ο χρόνος κατανάλωσής του. Για παράδειγμα, ένα ποτό που καταναλώνεται σε διάστημα μιας ώρας, έχει λιγότερο εμφανή επίδραση από ό,τι 3-4 ποτά την ώρα. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επίδραση αφορά μόνο στο βαθμό της μέθης και δε σχετίζεται με τις επιπτώσεις στην υγεία του ατόμου.
Επιπλέον, η ύπαρξη φαγητού στο στομάχι επιβραδύνει την απορρόφησή του, ενώ η νεαρή ηλικία και η περιστασιακή χρήση αλκοόλ είναι παράγοντες που καθιστούν τα άτομα περισσότερο ευάλωτα στο οινόπνευμα. - Ποιο είναι ένα ασφαλές όριο για την κατανάλωση αλκοόλ;
Όπως προκύπτει από διεθνείς έρευνες, “ασφαλές” όριο χρήσης του αλκοόλ, είναι η κατανάλωση έως δύο ποτών την ημέρα για τους άνδρες, και ενός ποτού για τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους. Ωστόσο, οι πιθανές αρνητικές συνέπειες μπορούν να αποφευχθούν, εφόσον για παράδειγμα ένας άνδρας που καταναλώνει τα δύο επιτρεπόμενα ποτήρια, απέχει εντελώς από τη χρήση οινοπνεύματος για δύο συνεχόμενες μέρες την εβδομάδα. Εντούτοις, σε αρκετές περιπτώσεις απαγορεύεται για λόγους υγείας και ασφάλειας, ακόμη κι η κατανάλωση απειροελάχιστης ποσότητας αλκοόλ. Στις εν λόγω κατηγορίες περιλαμβάνονται οι έγκυοι, άτομα που πρόκειται να οδηγήσουν ή πρέπει να βρίσκονται σε επαγρύπνηση και να διατηρούν την επιδεξιότητά τους για λόγους επαγγελματικούς, όσοι λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή και ασφαλώς άτομα που βρίσκονται στη διαδικασία απεξάρτησης από αυτό. - Γιατί οι άνθρωποι εξαρτώνται από το αλκοόλ;
Δεν έχει μέχρι σήμερα “απομονωθεί” ένας παράγοντας που να εξηγεί τη ροπή προς την παθολογική χρήση αλκοόλ. Το πιθανότερο είναι ότι τα αίτια είναι σύνθετα, πρόκειται δηλαδή για το αποτέλεσμα της επίδρασης ποικίλων παραγόντων, διαπίστωση που επιτρέπει μία πληρέστερη και αποτελεσματικότερη προσέγγιση.
Από μελέτες που έγιναν σε δείγμα αλκοολικών ατόμων, διαπιστώθηκε η ύπαρξη γενετικής προδιάθεσης για εξάρτηση από το αλκοόλ, χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι αυτό το οποίο κληρονομείται. Για παράδειγμα, έρευνες σε υιοθετημένα παιδιά αλκοολικών που όμως υιοθετήθηκαν από μη αλκοολικούς γονείς έδειξαν ότι τα παιδιά αυτά έχουν μεγαλύτερη προδιάθεση να αναπτύξουν αλκοολισμό από ό,τι ένα υιοθετημένο παιδί με θετούς και φυσικούς γονείς μη αλκοολικούς. Μάλιστα, ειδικοί υποστηρίζουν ότι υπάρχει τρεις με τέσσερις φορές μεγαλύτερος κίνδυνος εξάρτησης από το αλκοόλ σε στενούς συγγενείς αλκοολικών, σε υιοθετημένα παιδιά με φυσικούς γονείς αλκοολικούς.
Όμως ο μεγαλύτερος αριθμός αλκοολικών δεν παρουσιάζει οικογενειακό ιστορικό αλκοολισμού. Αυτό δηλώνει ότι περιβαλλοντικοί, δηλαδή ψυχοκοινωνικοί παράγοντες συμβάλλουν στη γένεσή του, όπως οι προσδοκίες που εναποτίθενται στη χρήση του, μοναξιά, απομόνωση, άγχος, αϋπνία, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης, τραυματικές εμπειρίες, κοινωνική πίεση, διαπροσωπικά προβλήματα και κοινωνικά πρότυπα.
Αίτια εξάρτησης από το αλκοόλ μπορει να αποτελέσουν και άλλες ψυχικές διαταραχές όπως είναι η κατάθλιψη, η κοινωνική φοβία, η αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας κ. α. - Ποιες είναι οι συνέπειες του αλκοολισμού;
Όταν το άτομο καταναλώνει αλκοόλ μέσα στα ασφαλή όρια τότε μπορεί να απολαύσει τα θετικά αποτελέσματα της χρήσης του τόσο σε επίπεδο ψυχικής διάθεσης και ευφορίας όσο και σε επίπεδο σωματικής υγείας. Για παράδειγμα, κατά καιρούς πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι όσοι πίνουν με μέτρο (βλέπε: Ποιο είναι ένα ασφαλές όριο για την κατανάλωση αλκοόλ;) μπορεί να έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακά προβλήματα από αυτούς που δεν πίνουν καθόλου ή πίνουν μεγάλες ποσότητες.
Ωστόσο, τα σωματικά, νευρολογικά και ψυχικά επακόλουθα της κατάχρησης και της εξάρτησης από το οινόπνευμα είναι πολύ σοβαρά, ενώ η μείωση της λειτουργικότητας στο διαπροσωπικό, επαγγελματικό και κοινωνικό τομέα είναι επίσης σημαντική. Στις αναπτυγμένες χώρες το αλκοόλ συγκαταλέγεται στις δέκα κυρίαρχες αιτίες των ασθενειών και των τραυματισμών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το αλκοόλ ευθύνεται για το 3,27% (1,8 εκατομμύρια) των θανάτων και για το 4% (58,3 εκατομμύρια) των χρόνιων παθήσεων.
Σχετικά με τις σωματικές επιπλοκές, η συχνή χρήση μεγάλων ποσοτήτων οινοπνεύματος ενδέχεται να προσβάλλει οποιοδήποτε σύστημα οργάνων του σώματος κυρίως δε το γαστρεντερικό, το καρδιακό και το κεντρικό νευρικό σύστημα. Συνήθεις ασθένειες προκαλούμενες από αλκοόλ είναι: οξεία γαστρίτιδα, έλκη στομάχου και δωδεκαδακτύλου, κίρρωση του ήπατος, λιπώδες ήπαρ, χρόνια αλκοολική ηπατοπάθεια, οξεία ή χρόνια παγκρεατίτιδα, καρκίνος διαφόρων τμημάτων της γαστρεντερικής οδού και αλκοολική καρδιομυοπάθεια.
Στα νευρολογικά επακόλουθα του αλκοολισμού συμπεριλαμβάνονται η οξεία δηλητηρίαση, που μπορεί να προκαλέσει κώμα και θάνατο, αλλά κι η χρόνια δηλητηρίαση από οινόπνευμα με βαριές βλάβες, όπως η αλκοολική πολυνευροπάθεια που εκδηλώνεται με μυική αδυναμία, παραισθήσεις και συμπτώματα μη αισθητικότητας της περιφέρειας (κυρίως των ποδιών), καθώς και επιληπτικά επεισόδια. Η επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα οδηγεί σε έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών, κυρίως της μνήμης, και σε ατροφία της παρεγκεφαλίδας που με τη σειρά της οδηγεί στις δύο σοβαρότατες διαταραχές, την εγκεφαλοπάθεια Wernicke και το σύνδρομο Korsakoff.
Η εγκεφαλοπάθεια Wernicke είναι μια οξεία κατάσταση η οποία εξελίσσεται γρήγορα και απαιτείται άμεση φαρμακευτική θεραπεία για να αποτραπεί ο θάνατος. Τα συμπτώματα της ασθένειας αυτής είναι η θόλωση της συνείδησης, η αδυναμία των μυών να ελέγξουν τις κινήσεις του οφθαλμού καθώς και πτώση ή ανικανότητα του ατόμου να περπατήσει ή να σταθεί όρθιο. Το σύνδρομο Korsakoff είναι μια χρόνια κατάσταση, που ενδέχεται να ακολουθήσει την εγκεφαλοπάθεια Wernicke και βελτιώνεται στο 75% των ασθενών που σταματούν τη χρήση οινοπνεύματος και που διατρέφονται επαρκώς για ένα διάστημα από 6 μήνες έως 2 χρόνια. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι η μείωση της βραχύχρονης μνήμης, η οποία εκφράζεται ως επί το πλείστον ως αδυναμία εκμάθησης νέων πληροφοριών. Επίσης, ενδέχεται να παρουσιαστεί έκπτωση και στη μακρόχρονη μνήμη με αποτέλεσμα ο ασθενής να μη μπορεί να θυμηθεί πληροφορίες που στο παρελθόν θυμόταν.
Αναφορικά με τις ψυχικές λειτουργίες, οι επιπτώσεις εξαρτώνται άμεσα από την ποσότητα του οινοπνεύματος που καταναλώνεται. Μία επανορθώσιμη ψυχική διαταραχή είναι η μέθη, η οποία ωστόσο δεν συνεπάγεται απαραίτητα εξάρτηση από το αλκοόλ, αλλά προκαλεί ψυχολογικές μεταβολές που εκφράζονται με ασυμβίβαστη σεξουαλική και επιθετική συμπεριφορά, εύθυμη διάθεση, αμέλεια της κοινωνικής και επαγγελματικής δραστηριότητας, αστάθεια βαδίσματος, έκπτωση στην προσοχή, στη μνήμη και στην κριτική σκέψη.
Άλλες ψυχικές διαταραχές που προκαλούνται από το αλκοόλ είναι η ψυχωσική διαταραχή, η άνοια και η αμνησιακή διαταραχή. Επίσης, ενδέχεται να παρουσιαστεί και στερητική διαταραχή με συμπτώματα ψευδαισθήσεων, παραισθήσεων, ναυτίας, εμετού, πυρετού κ.ά.
Άλλα κοινωνικά, επαγγελματικά και διαπροσωπικά προβλήματα που προκύπτουν από την παθολογική χρήση οινοπνεύματος είναι: η κατάθλιψη που αυξάνει τον κίνδυνο αυτοκτονιών, οι πτώσεις και τα ατυχήματα κατά τη διάρκεια της μέθης, οι απουσίες από την εργασία, τα ατυχήματα εν ώρα εργασίας, η χαμηλή παραγωγικότητα, τα διαπροσωπικά προβλήματα στην οικογένεια και την εργασία.
Από ευρήματα ερευνών προέκυψε ότι πολλά θύματα βίαιων εγκληματικών πράξεων βρίσκονταν υπό την επήρεια αλκοόλ την ώρα της επίθεσης. Έρευνα που διενεργήθηκε από τον Βρετανικό Ιατρικό Σύλλογο (British Medical Association) κατέδειξε ότι το αλκοόλ αποτελεί βασικό παράγοντα στο 60-70% των ανθρωποκτονιών, στο 75% των μαχαιρωμάτων, στο 70% των ξυλοδαρμών και στο 50% των διαπληκτισμών και των οικογενειακών επιθέσεων.
Θα πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι οι μέχρι σήμερα έρευνες που εξετάζουν τη σχέση αλκοόλ και βίαιης συμπεριφοράς έχουν καταλήξει στο συμπερασμα ότι το αλκοόλ δεν προκαλεί βία από μόνο του αλλά σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς. Η κατάχρηση αλκοόλ και η ροπή στη βία προκύπτουν από κοινές αιτίες, που μπορεί να είναι η ιδιοσυγκρασία του ατόμου, μια ριψοκίνδυνη προσωπικότητα ή ένα κοινωνικό περιβάλλον που ενισχύει ή συμβάλλει στην εκδήλωση αποκλίνουσας συμπεριφοράς. - Η δράση του αλκοόλ στον οργανισμό διαφοροποιείται με την πάροδο της ηλικίας;
Με την πάροδο της ηλικίας οι νοητικές και οι φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπου, όπως η όραση και η ακοή, εξασθενούν. Κατά τον ίδιο τρόπο άλλες φυσιολογικές λειτουργίες που σχετίζονται με τα γηρατειά συμβάλλουν ώστε άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας να αισθάνονται ευφορία ακόμα και μετά από μικρές ποσότητες ποτού. Η αυξημένη χρήση φαρμάκων στην ηλικία αυτή είναι ένας επιπρόσθετος παράγοντας που επιβάλλει στα άτομα αυτά να απέχουν από το ποτό, διότι η παράλληλη φαρμάκων και αλκοόλ αντενδείκνυται καθώς ενδέχεται να έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην υγεία του ατόμου που μπορούν να οδηγήσουν μέχρι και στο θάνατο. - Το αλκοόλ επιδρά διαφορετικά στον γυναικείο οργανισμό απ’ ό,τι στον ανδρικό;
Οι γυναίκες μεθούν πιο εύκολα από τους άνδρες μετά την κατανάλωση της ίδιας ποσότητας αλκοόλ ακόμα και όταν κανείς λάβει υπόψη του το βάρος του σώματος. Αυτό συμβαίνει διότι ο γυναικείος οργανισμός περιέχει αναλογικά μικρότερη ποσότητα νερού απ’ ό,τι ο ανδρικός, με αποτέλεσμα, μετά την ανάμειξη αλκοόλ και ύδατος, η συγκέντρωση του πρώτου στο αίμα του γυναικείου σώματος, να είναι μεγαλύτερη απ’ ότι στο ανδρικό.
Υπάρχει θεραπεία για τον αλκοολισμό;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι ότι οι θεραπευτικές προσεγγίσεις για τον αλκοολισμό ποικίλλουν και διακρίνονται σε θεραπείες για την αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων και μακροχρόνιες θεραπείες.
Οι θεραπείες για την αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων εφαρμόζονται όταν προκύπτουν επιπλοκές από τη χρήση και κατάχρηση οινοπνεύματος με στόχο την πρόληψη συμπτωμάτων στέρησης. Φαρμακευτική αγωγή χρησιμοποιείται τις πρώτες ημέρες έτσι ώστε να βοηθηθούν οι ασθενείς να απέχουν από το αλκοόλ. Κάποιες ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη διακοπή της χρήσης, δημιουργούν δυσφορικά συμπτώματα στον ασθενή όπως εμετό, ναυτία, ταχυκαρδία, με αποτέλεσμα ο ασθενής να μην επιθυμεί να πιει φοβούμενος ότι θα εμφανισθούν τα δυσφορικά αυτά συμπτώματα. Η χορήγηση των ουσιών αυτών γίνεται μετά από την ενημέρωση του ασθενή για τη δράση τους και τη συγκατάθεσή του και πρέπει να συνδυάζεται με ψυχοθεραπεία, η οποία θα καλύψει θέματα όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση του αλκοολικού.
Πριν από οποιαδήποτε μακροχρόνια θεραπεία του αλκοολικού, προηγείται αποτοξίνωση, δηλαδή αποκατάσταση της σωματικής κατάστασης του ασθενούς και παρακολούθησή του προκειμένου να ελεγχθούν τα συμπτώματα στερητικού συνδρόμου και να αποφευχθούν οι επιπτώσεις του. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η αποτοξίνωση θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνει χώρα σε παθολογικό ή ψυχιατρικό τμήμα νοσοκομείου εξαιτίας του ότι η ξαφνική διακοπή ενέχει τον κίνδυνο θανάτου και διότι το στερητικό σύνδρομο στον αλκοολικό ασθενή ενδέχεται να οδηγήσει σε επιπλοκές που χρειάζονται στενή ιατρική παρακολούθηση.
Μια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση εφαρμόσιμη στο χώρο του αλκοολισμού είναι η συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία, η οποία εστιάζει στην τωρινή συμπεριφορά του ατόμου. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση η συμπεριφορά του αλκοολικού είναι μια μαθημένη συμπεριφορά η οποία διατηρείται και ενισχύεται από διάφορους ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες και για την αλλαγή της χρειάζεται η εφαρμογή των νόμων της μάθησης.
Η θεραπεία ξεκινά με τη συμφωνία για τους στόχους σε σχέση με την αλλαγή της προβληματικής συμπεριφοράς, η οποία θα πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του θεραπευτή. Οι περισσότερες προσεγγίσεις στη θεραπεία του αλκοολισμού περιλαμβάνουν συμπεριφοριστικές τεχνικές. Τέτοιες τεχνικές είναι:
– η συστηματική απευαισθητοποίηση, όπου η αντιμετώπιση αγχογόνων καταστάσεων γίνεται σταδιακά και σε συνδυασμό με χαλάρωση
– η εκμάθηση τεχνικών αυτοελέγχου
– η θεραπεία αποστροφής, όπου η λήψη αλκοόλ συνδυάζεται με εμετό, ναυτία, μια άσχημη μυρωδιά ή κάποιο άλλο αποστροφικό ερέθισμα
– η εκμάθηση τεχνικών διαχείρισης του στρες, καθώς η κατάχρηση αλκοόλ δημιουργεί ένταση και άγχος
– η εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά
– η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων
Οι συμπεριφοριστικές τεχνικές για τη θεραπεία του αλκοολισμού εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του ’60-’70. Έκτοτε αυτές εμπλουτίστηκαν με τεχνικές αύξησης του κινήτρου, πρόληψης της υποτροπής και στρατηγικών αντιμετώπισης. Η εξέλιξη που παρατηρήται τα τελευταία χρόνια δεν είναι τόσο στις τεχνικές αλλά στην ενσωμάτωση των νέων απόψεων που προέρχονται από την γνωσιακή σχολή (δες Κεφ. 2)
Τις τελευταίες δεκαετίες η γνωστική-συμπεριφοριστική θεωρία (ΓΣΘ) συνέβαλε κατά πολύ στην κατανόηση της ανάπτυξης, διατήρησης και θεραπείας των προβλημάτων αλκοολισμού. Βασικό στοιχεί της θεραπευτικής σχέσης είναι ότι ο θεραπευτής γνωσιακής – συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης βλέπει τον αλκοολικό όχι ως ασθενή αλλά ως ένα άτομο που χρειάζεται να εκπαιδευτεί σε μια σειρά από κοινωνικές δεξιότητες και να αναπτύξει στρατηγικές, αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων της ζωής.
Μία μέθοδος ΓΣΘ εφαρμόσιμη στο χώρο των εξαρτήσεων είναι η “Πρόληψη Υποτροπής” (ΠΥ), που συνδυάζει εκπαίδευση σε συμπεριφορικές δεξιότητες, γνωστικές παρεμβάσεις και διαδικασίες αλλαγής τρόπου ζωής στοχεύοντας στην ενίσχυση της διατήρησης μιας «συνήθειας αλλαγής». Πιο συγκεκριμένα, στόχοι της θεραπείας είναι :
– Να εφοδιάσει τον θεραπευόμενο με δεξιότητες ώστε αυτός να μπορεί να αναγνωρίζει, να περιμένει, να αποφεύγει και να αντιμετωπίζει καταστάσεις που τον κάνουν να θέλει να πιει.
– Αν και όταν ο θεραπευόμενος ολισθαίνει, να είναι εξοπλισμένος με τα εφόδια ώστε αυτός να μπορέσει να αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη υποτροπή ως μεμονωμένο περιστατικό και ότι η κατάσταση αυτή δε σημαίνει πλήρη υποτροπή. Για παράδειγμα, το άτομο να πει στον εαυτό του, όταν μεθύσει, ότι αυτό δε σημαίνει ότι ξανάγινε αλκοολικός.
– Να ενισχύσει το αίσθημα αυτοαποτελεσματικότητάς του και τέλος
– Να τον βοηθήσει να αλλάξει τρόπο ζωής.
Ο ρόλος του θεραπευτή είναι περισσότερο καθοδηγητικός, εκπαιδευτικός με τελικό στόχο ο ίδιος ο θεραπευόμενος να βοηθήσει τον εαυτό του, αυξάνοντάς την αυτοαντίληψή του, αφού θα έχει εκπαιδευτεί σε γνωσιακές-συμπεριφοριστικές τεχνικές και στρατηγικές αντιμετώπισης καταστάσεων.
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους όπως λ.χ. είναι η θεραπεία ζεύγους ή η οικογενειακή θεραπεία, διότι ο αλκοολικός έχει ανάγκη τη συνεχή υποστήριξη και την κατάλληλη αντιμετώπιση από το περιβάλλον του.