Η πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση των ασθενών με ΓΑΔ είναι αυτή που συνδυάζει ψυχοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία και υποστηρικτικές προσεγγίσεις. Η θεραπεία απαιτεί μακροχρόνια εμπλοκή του θεραπευτή με τον ασθενή, ανεξάρτητα εάν είναι ψυχίατρος, οικογενειακός γιατρός ή γιατρός άλλης ειδικότητας.
Ψυχοθεραπεία
Οι κύριες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις στη ΓΑΔ είναι οι γνωσιακές συμπεριφοριστικές, οι υποστηρικτικές και οι εναισθητικού τύπου. Τα δεδομένα περιορίζονται στα σχετικά οφέλη αυτών των προσεγγίσεων και οι πλέον εκλεπτυσμένες μελέτες έχουν γίνει για τις γνωσιακές – συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις που φαίνεται ότι έχουν τόσο βραχυπρόθεσμη, όσο και μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα. Οι γνωσιακές προσεγγίσεις απευθύνονται άμεσα στις γνωσιακές παραμορφώσεις του ασθενούς, ενώ οι συμπεριφοριστικές απευθύνονται άμεσα στα σωματικά συμπτώματα. Οι κύριες συμπεριφεριολογικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται είναι η χαλάρωση και η βιοανάδραση. Ορισμένα προκαταρκτικά δεδομένα δείχνουν ότι ο συνδυασμός γνωσιακών και συμπεριφοριστικών τεχνικών είναι πιο αποτελεσματικός από την εφαρμογή μόνο των μεν ή των δε. Η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία προσφέρει στον ασθενή ενίσχυση και άνεση, αλλά τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της αμφισβητούνται. Η εναισθητική ψυχοθεραπεία στοχεύει στην αποκάλυψη ασυνείδητων ψυχοσυγκρούσεων και ενίσχυση των δυνάμεων του εγώ. Η αποτελεσματικότητα της εναισθητικού τύπου ψυχοθεραπείας έχει ανακοινωθεί σε πολλές ανέκδοτες ανακοινώσεις περιπτώσεων, απουσιάζουν όμως μεγάλες ελεγμένες μελέτες.
Πολλοί ασθενείς βιώνουν σημαντική ανακούφιση του άγχους τους, όταν τους δοθεί η ευκαιρία να εκφράσουν τις δυσκολίες τους σε ένα συμπαθή και ενδιαφερόμενο θεραπευτή. Εάν ο θεραπευτής εντοπίσει εξωτερικές καταστάσεις που πυροδοτούν το άγχος, θα πρέπει να είναι σε θέση από μόνος του ή με τη βοήθεια του ασθενούς ή της οικογένειας του, να αλλάζει το περιβάλλον για να μειώσει τις στρεσογόνες πιέσεις. Η μείωση των συμπτωμάτων επιτρέπει συχνά στον ασθενή να λειτουργήσει αποτελεσματικά στην εργασία και στις σχέσεις του, γεγονός που παρέχει αμοιβές και ικανοποιήσεις που είναι καθ εαυτές θεραπευτικές.
Η ψυχαναλυτική άποψη είναι ότι σε ορισμένους ασθενείς το άγχος είναι ένα σήμα ασυνείδητης συναισθηματικής αναστάτωσης που πρέπει να διερευνηθεί. Το άγχος μπορεί να είναι φυσιολογικό, προσαρμοστικό, δυπροσαρμοστικό, πολύ έντονο, ή πολύ ήπιο, ανάλογα με τις περιστάσεις. Το άγχος εμφανίζεται σε άπειρες καταστάσεις στη διάρκεια του κύκλου της ζωής. Σε πολλές περιπτώσεις, η ανακούφιση από το σύμπτωμα δεν είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος δράσης.
Για ασθενείς που είναι ψυχολογικά ευαισθητοποιημένοι και έχουν κίνητρο να κατανοήσουν τις πηγές του άγχους τους, η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι η θεραπεία εκλογής. Η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία βασίζεται στην πεποίθηση ότι το άγχος μπορεί να αυξηθεί με την αποτελεσματική θεραπεία. Ο στόχος της δυναμικής προσέγγισης είναι να αυξήσει στον ασθενή την ανοχή στο άγχος (που σημαίνει την ικανότητα του να βιώνει το άγχος χωρίς να πρέπει να το απελευθερώνει), παρά να το απαλείψει. Η εμπειρική έρευνα δείχνει ότι πολλοί ασθενείς που ωφελούνται από την ψυχοθεραπεία, μπορεί να συνεχίσουν να έχουν άγχος. Εντούτοις, με την αύξηση του ελέγχου πάνω στο Εγώ, τους δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιούν το άγχος τους ως σήμα που αντανακλά εσωτερικές συγκρούσεις και να αυξήσουν την εναισθησία και την κατανόηση τους για τα προβλήματα τους. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση του ασθενούς με ΓΑΔ αφορά στη διερεύνηση των υποκείμενων φόβων του ασθενούς.
Φαρμακοθεραπεία
Η απόφαση για τη χορήγηση αγχολυτικών φαρμάκων σε ασθενείς με ΓΑΔ δεν πρέπει κατά κανόνα να παίρνεται στην πρώτη συνέντευξη. Λόγω της μακροχρόνιας πορείας της νόσου, το θεραπευτικό σχέδιο πρέπει να καταστρώνεται προσεκτικά. Τα δύο κύρια Φάρμακα που οφείλουμε να σκεφθούμε είναι η βουσπιρόνη και οι βενζοδιαζεπίνες. Άλλα φάρμακα που μπορεί να είναι χρήσιμα είναι τα τρικυκλικά, π.χ. η ιμιπραμίνη, τα ανηισταμινικά και οι β-αδρενεργτκοί ανταγωνιστές, όπως π.χ. η προπρανολόλη.
Αν και η φαρμακοθεραπεια της ΓΑΔ θεωρείται κυρίως σαν μια θεραπεία 6-12 μηνών, υπάρχουν ενδείξεις ότι πρέπει να είναι πιο μακρόχρονη και ίσως, και εφόρου ζωής. Το 25% των ασθενών υποτροπιάζουν τον πρώτο μήνα μετά τη διακοπή των φαρμάκων και το 60 έως 80% στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Αν και κάποιοι από τους ασθενείς αναπτύσσουν εξάρτηση σης βενζοδιαζεπίνες, δεν παρατηρείται ανοχή ως προς τη θεραπευτική επίδραση τόσο των βενζοδιαζεπινών όσο και της βουσπιρόνης.
Βενζοδιαζεπίνες. Οι βενζοδιαζεπίνες είναι το φάρμακο εκλογής. Η συνταγογραφία τους γίνεται σε μία ανάλογα με τις ανάγκες βάση, ώστε οι ασθενείς να παίρνουν μιας ταχείας δράσης βενζοδιαζεπίνη όταν νιώθουν ιδιαίτερα αγχωμένοι. Η εναλλακτική λύση είναι η χορήγηση τους για περιορισμένο διάστημα, στη διάρκεια του οποίου εφαρμόζονται και ψυχοκοινωνικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Η χορήγηση των βενζοδιαζεπινών συνδέεται με αρκετά προβλήματα. Περίπου 25 έως 30% των ασθενών δεν ανταποκρίνονται και μπορεί να αναπτυχτούν ανοχή και εξάρτηση. Κάποιοι ασθενείς παραπονούνται για μειωμένη εγρήγορση και εξ αυτού κινδυνεύουν όταν οδηγούν ή χρησιμοποιούν μηχανήματα
Η κλινική απόφαση για την έναρξη της θεραπείας με μια βενζοδιαζεπίνη πρέπει να είναι όσο το δυνατό ειδική. Η διάγνωση του ασθενούς, τα συμπτώματα-στόχος και η διάρκεια της θεραπείας πρέπει να καθοριστούν ακριβώς και όλες οι πληροφορίες να συζητούνται με τον ασθενή. Το πιο συχνό σφάλμα στη θεραπεία με βενζοδιαζεπίνες είναι η παθητική χορήγηση τους επ’ αόριστον.
Είναι ωφέλιμο η θεραπεία να αρχίζει με μια βενζοδιαζεπίνη στο κατώτερο όριο του θεραπευτικού εύρους και να αυξάνει η δόση μέχρις ότου επιτευχθεί η θεραπευτική απάντηση. Με τη χρήση μιας βενζοδιαζεπίνης με ένα ενδιάμεσο χρόνο ζωής (8-15 ώρες) πιθανόν να αποφευχθούν οι παρενέργειες από τη χρήση βενζοδιαζεπινών με μεγάλο χρόνο ζωής. Η χρήση διαιρεμένων δόσεων βοηθά στην αποφυγή παρενεργειών που συνδέονται με υψηλά επίπεδα στο πλάσμα. Η βελτίωση που προκαλούν σι βενζοδιαζεπίνες μπορεί να φθάσει πέραν από μια απλή αγχολυτική δράση. Για παράδειγμα, μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή να αντιμετωπίζει τα διάφορα γεγονότα με αισιοδοξία. Τα φάρμακα μπορεί επίσης να έχουν ευοδωτική δράση, παρόμοια με αυτήν που παρατηρείται μετά από μικρές δόσεις αλκοόλ
Βουσπιρόνη. Η βουοττιρόνη είναι αποτελεσματική ίσως στο 60-80% των ασθενών με ΓΑΔ. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η βουσπιρόνη είναι πιο αποτελεσματική στη μείωση των γνωσιακών και των σωματικών συμπτωμάτων. Οι ενδείξεις δείχνουν επίσης ότι οι ασθενείς που έχουν προηγουμένως λάβει βενζοδιαζεπίνες, πιθανότατα δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με βουσπιρόνη. Η έλλειψη ανταπόκρισης ίσως οφείλεται στην απουσία, κατά τη θεραπεία με βουοττιρόνη, κάποιων από τις μη αγχολυτικές ενέργειες που διαθέτουν οι βενζοδιαζεπίνες, όπως είναι η μυϊκή χαλάρωση και η αίσθηση της ευεξίας. Εντούτοις, ο βελτιωμένος δείκτης όφελος-κίνδυνος, η απουσία γνωσιακών και ψυχοκινητικών παρενεργειών και η απουσία συμπτωμάτων στέρησης, ίσως καθιστούν τη βουσπιρόνη το φάρμακο εκλογής στη θεραπεία της ΓΑΔ Το κύριο μειονέκτημα της βουσπιρόνης είναι ότι χρειάζονται δυο έως τρεις εβδομάδες για να αρχίσει να γίνεται αποτελεσματική, σε σύγκριση με την άμεση αγχολυτική επίδραση των βενζοδιαζεπινών. Η βουσπιρόνη δεν είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων στέρησης των βενζοδιαζεπινών.
Αλλα φάρμακα. Εάν η θεραπεία με βουσπιρόνη ή Βενζοδιαζεπίνη δεν είναι καθόλου ή ελάχιστα αποτελεσματική, θα πρέπει να σκεφθούμε τη χορήγηση ενός τρικυκλικού ή ενός ανταγωνιστή των β-αδρενεργικών υποδοχέων. Τα τρικυκλικά έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικά στον έλεγχο του άγχους. Τα β-αδρενεργικά φάρμακα περιορίζονται ως προς τη χρήση τους στην αντιμετώπιση των περιφερικών συμπτωμάτων του άγχους (π.χ. των προκάρδιων παλμών και του τρόμου). Μια άλλη εναλλακτική λύση είναι η συνδυασμένη χορήγηση βουσπιρόνης και βενζοδιαζεπίνης ή ενός εκ των δυο με τρικυκλικό ή με ένα β-αδρενεργικό ανταγωνιστή.