Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ψυχικές διαταραχές, η αιτία της ΓΑΔ είναι άγνωστη. Σύμφωνα με τον ισχύοντα ορισμό της, προσβάλλει ετερογενή ομάδα ασθενών. Ίσως επειδή ένας βαθμός άγχους θεωρείται φυσιολογικός και προσαρμοστικός. η διαφοροποίηση του φυσιολογικού απ Ίο παθολογικό άγχος και των βιολογικών αιτιολογικών παραγόντων απτούς ψυχοκοινωνικούς, αποτελεί δύσκολο έργο. Οι βιολογικοί και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες πιθανότατα συνεργάζονται
Ψυχοκοινωνικοί Παράγοντες
Οι δύο κύριες θεωρητικές σχολές ως προς τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση της ΓΑΔ είναι η γνωσιακή-συμπεριφοριστική σχολή και η ψυχαναλυτική σχολή. Η υπόθεση της γνωσιακής συμπεριφοριστικής σχολής είναι άτι οι ασθενείς με ΓΑΔ αντιλαμβάνονται τους κινδύνους με έναν εσφαλμένο και ανακριβή τρόπο. Η ανακρίβεια προκαλείται από επιλεκτική προσοχή των αρνητικών λεπτομερειών του περιβάλλοντος, από παραμορφώσεις κατά την επεξεργασία των πληροφοριών και από μια καθολικά αρνητική οπτική γωνία για τις ικανότητες του ατόμου να αντιμετωπίσει τους κίνδυνους. Η ψυχαναλυτική σχολή υποθέτει ότι το άγχος αποτελεί σύμπτωμα των άλυτων ασυνείδητων συγκρούσεων. Αυτή η ψυχαναλυτική θεωρία του άγχους διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Sigmund Freud, το 1909, με την περιγραφή της περίπτωσης του “Μικρού Hans”. Μέχρι τότε, ο Freud θεωρούσε ότι το άγχος διαθέτει φυσιολογική βάση.
Η ιεράρχηση του άγχους εξαρτάται από τα στάδια της ανάπτυξης. Στο πλέον πρωτόγονο επίπεδο, το άγχος σχετίζεται με το φόβο εξαφάνισης ή σύντηξης με ένα άλλο άτομο. Σε ένα πιο ώριμα επίπεδο, σχετίζεται με το φόβο αποχωρισμού από ένα αντικείμενο αγάπης. Σε ένα ακόμα πιο ώριμο επίπεδο, με την απώλεια της αγάπης ενός σημαντικού αντικείμενου. Το άγχος ευνουχισμού σχετίζεται με την οιδιπόδεια φάση της ανάπτυξης και θεωρείται ένα από τα υψηλότερα επίπεδα άγχους. Το υπερεγωτικό άγχος, ο φόβος διάψευσης και απογοήτευσης των ιδεών και αξιών κάποιου (που προέρχονται από εσωτερικευμένους γονείς), είναι ο πιο ώριμος τύπος άγχους.