Διαταραχη Πανικου: Βιολογικη Υποθεση

Βιολογική υπόθεση. Η παρατήρηση του Klein, ότι τα αντικαταθλιπτικά βελτιώνουν τη διαταραχή πανικού, είχε δύο σπουδαίες επιπτώσεις:
I. Τη διάκριση της από τις άλλες αγχώδεις διαταραχές, που δεν βελτιώνονται με αντικαταθλιπτικά, παρά μόνο με βενζοδιαζεπίνες και,
II. Την άποψη πως βιολογικοί παράγοντες παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην αιτιοπαθογένειά της. Στον πίνακα 11.4. παραθέτουμε τα επιχειρήματα, που κατά τον Klein (1981) συνηγορούν υπέρ της βιολογικής άποψης, ενώ ταυτόχρονα παραθέτουμε και τις απόψεις των Margraf κσ (1986), που αμφισβητούν ένα προς ένα τα επιχειρήματα αυτά.
Ο Klein επίσης περιέγραψε και τη διαχρονική εξέλιξη των κρίσεων πανικού, θεωρώντας σαν τελικό στάδιο την εμφάνιση της αγοραφοβίας, σύμφωνα με το επόμενο σχήμα:
I. Φάση οξέων κρίσεων πανικού. Είναι η φάση πρωτοεμφάνισης των αιφνίδιων, απρόβλεπτων και έντονων κρίσεων πανικού «εν αιθρίω ουρανώ».
II. Φάση προσδοκητικού άγχους (Anticipatory anxiety). Είναι η φάση όπου το άτομο ανησυχεί πως η κρίση θα επαναληφθεί και στην προοπτική αυτή βιώνει άγχος. Συνεπώς μετά την εμφάνιση και την αποδρομή
των κρίσεων πανικού, το άτομο δεν επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση, αλλά βιώνει άγχος σε μια μορφή πιο χρόνια, πιο διάχυτη και πιο ήπια.
III. Φάση φοβικής αποφυγής (αποφευκτική συμπεριφορά, αγοραφοβία). Στην πορεία της διαταραχής και μέσα από μαθησιακές διεργασίες το άτομο συσχετίζει τις κρίσεις πανικού με διάφορα ουδέτερα ερεθίσματα, τα οποία στη συνέχεια αποφεύγει.
Οι Gorman κσ (1989) με αφετηρία τις απόψεις του Klein, μελέτησαν νευροανατομικά και θεραπευτικά τη διαχρονική εξέλιξη της διαταραχής πανικού.
Κατά τους συγγραφείς αυτούς:
Η φάση των οξέων κρίσεων πανικού σχετίζεται με νευρωνικές εκφορτίσεις που γεννιούνται μέσα στο εγκεφαλικό σ τ έ λ ε χ ο ς. Οι ενδείξεις για μια τέτοια υπόθεση προέρχονται από δύο κυρίως πηγές:
I. Το γεγονός, ότι οι κρίσεις πανικού σχετίζονται κυρίως με μια θυελώδη δραστηριότητα του αυτόνομου νευρικού συστήματος (καρδιά, πνεύμονες, γαστρεντερικό κ.λπ.) και κέντρων που έχουν έδρα τους το στέλεχος.
II. Το γεγονός, πως βιολογικά ερεθίσματα που μπορούν να πυροδοτήσουν μια κρίση πανικού (γαλακτικό νάτριο, διοξείδιο του άνθρακος, υοχιμβίνη), υποτίθεται πως ασκούν τη δράση τους αυτή πάνω στα διάφορα κέντρα του στελέχους. Τα κυριότερα από αυτά είναι ο υπομέλας τόπος (Locus ceruleus), το μεγάλο αυτό νοραδρενεργικό κέντρο του εγκεφάλου και οι πυρήνες της οπίσθιας ραφής (Dorsal raphe), το σεροτονινεργικό κέντρο του εγκεφάλου. Στη φάση αυτή οι συγγραφείς τονίζουν τη σημασία των αντιπανικών φαρμάκων (τρυκυκλικά αντικαταθλιπτικά, ΜΑΟΙ και αλπραζολάμη).
Η φάση του προσδοκητικού άγχους σχετίζεται με το μεταιχμιακό σύστημα. Κατά τους συγγραφείς, το άγχος στη φάση αυτή είναι mo πολύπλοκο από του να είναι ένα γεγονός του στελέχους, αλλά όχι και τόσο πολύπλοκο – μια και το άτομο δεν μπορεί να περιγράψει εύκολα την εμπειρία του – ώστε να θεωρηθεί σαν ένα φλοιώδες φαινόμενο. Οι Reiman κσ (1984), βρήκαν στο PET ανωμαλίες στις περιοχές του μεταιχμιακού συστήματος κατά τη φάση του προσδοκητικού άγχους, ευρήματα που όμως αμφισβητήθηκαν από μεταγενέστερους συγγραφείς. Κατά τους Gorman κσ, οι περιοχές αυτές είναι επιρρεπείς στην εμφάνιση φαινομένων «Kindling». Συνεπώς η δραστηριοποίηση των κέντρων αυτών από το στέλεχος την ώρα του πανικού συντελεί ώστε να γίνουν ευαίσθητα ακόμη και σε καταστάσεις «υπο-πανικού», με αποτέλεσμα τη διατήρηση του προσδοκητικοΰ άγχους. Οι βενζοδιαζεπίνες είναι ικανές να εμποδίσουν και το Kindling  και το προσδοκητικό άγχος, το οποίο μπορεί επίσης να επηρεαστεί με ασκήσεις αναπνοής (διαφραγματικής) και μυοχαλάρωση.
Η φάση της φοβικής αποφυγής αποδίδεται στη δραστηριότητα υψηλότερων κέντρων, φλοιωδών. Ένα κέντρο υποψήφιο για συμμετοχή στην αποφευκτική συμπεριφορά του ατόμου, φαίνεται να είναι ο προ-μετωπιαίος φλοιός. Απευαισθητοποίηση και γνωσιακές επεμβάσεις μπορούν να τροποποιήσουν τη φοβική αποφυγή.

Σχολιάστε